εγωλάτρης

εγωλάτρης
ο , εγωλάτρις (-ιδος) η
1) себялюбец; 2) болезненно самолюбивый человек

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εγωλάτρης" в других словарях:

  • εγωλάτρης — ο θηλ. ισσα που λατρεύει τον εαυτό του, ο υπερβολικά εγωιστής, εγωπαθής: Είναι εγωλάτρης, γι αυτό δεν είναι φιλάνθρωποις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγωλάτρης — ο αυτός που λατρεύει τον εαυτό του, ο εγωπαθής …   Dictionary of Greek

  • νάρκισσος — Γένος φυτών, που περιλαμβάνει πολυετείς βολβόριζες πόες και υπάγεται στην οικογένεια των Αμαρυλλιδών (μονοκοτυλήδονα). Από τα επτά είδη της ελληνικής χλωρίδας, τα πιο αξιόλογα είναι: ο ν. των ποιητών έχει επιμήκη, γραμμοειδή φύλλα, ανάμεσα στα… …   Dictionary of Greek

  • ναρκισσευτής — ο [ναρκισσεύομαι] 1. αυτός που ναρκισσεύεται, που είναι ερωτευμένος με τον εαυτό του, που αυτοθαυμάζεται 2. (κατ επέκτ.) εγωκεντρικός, εγωπαθής, εγωλάτρης …   Dictionary of Greek

  • εγωιστής — ο θηλ. ίστρια που φροντίζει αποκλειστικά για τον εαυτό του και τα συμφέροντά του και αδιαφορεί για τους άλλους, εγωλάτρης, φίλαυτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγωμανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, εγωπαθής, υπερβολικά εγωιστής, εγωλάτρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φίλαυτος — η, ο αυτός που έχει φιλαυτία (βλ. λ.), που αγαπάει υπερβολικά τον εαυτό του, εγωκεντρικός, εγωλάτρης, εγωπαθής, εγωμανής, εγωιστής: Οι φίλαυτοι άνθρωποι δε γίνονται φιλάνθρωποι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»